- κατακλείδιον
- κατα-κλείδιον, τό, Dim. ofA
κατακλείς 1.3
, Bito65.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακλείς 1.3
, Bito65.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακλείδιον — κατακλείδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κατακλείδα* … Dictionary of Greek
κατακλειδίων — κατακλείδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλειδίῳ — κατακλείδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)